- αιθάνιο
- Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η6, το δεύτερο μέλος της σειράς των άκυκλων κεκορεσμένων υδρογονανθράκων. Είναι αέριο άχρωμο και άοσμο με σημείο βρασμού στους -84°C, κρίσιμη θερμοκρασία στους +34°C και κρίσιμη πίεση 50,2 ατμόσφαιρες. Εργαστηριακά παρασκευάζεται από ιωδομεθάνιο κατά τη μέθοδο Βουρτς: 2CΗ3Ι + 2Νa = 2ΝaΙ + C2Η6 και με ηλεκτρόλυση υδατικών διαλυμάτων των οξικών αλάτων:
ηλ.
2CΗ2CΟΟΚ + Η2Ο → Κ2CΟ3 + CΟ2 + C2Η6 (με την αντίδραση αυτή ανακαλύφθηκε το α. από τον Γερμανό χημικό Κόλμπε το 1848). Καίγεται με υποκύανη φλόγα και σχηματίζει CΟ2 και Η2Ο (όταν δεν υπάρχει περίσσεια Ο2 σχηματίζει CΟ2 ή C):
2C2Η6 + 7Ο2→ 4CΟ2 + 6Η2Ο + Q, όπου Q = 369 Κcal/Μol· (είναι δεύτερο σε θερμαντική ικανότητα μετά το μεθάνιο, ανάμεσα στα οργανικά καύσιμα). Με αλογόνα δίνει προϊόντα αντικατάστασης C2Η6 + Ι2→ C2Η5Ι + ΗΙ. Σε υψηλές θερμοκρασίες υπόκειται σε νιτρώσεις:
400°C
C2Η6 + ΗΝΟ3→ C2Η5ΝΟ2 + Η2Ο. Το α. αποτελεί συστατικό των φυσικών γαιαερίων και προϊόν πυρόλυσης των πετρελαίων. Χρησιμοποιείται ως καύσιμο αέριο.
* * *το Χημ.άχρωμος, άοσμος, αέριος υδρογονάνθρακας, το δεύτερο μέλος τής σειράς τών κεκορεσμένων υδρογονανθράκων (αλκανίων ή παραφινών), με μοριακό τύπο C2H6 και συντακτικό CH3CH3.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. αγγλ. ethane, ελληνογενές < eth- (< ether < αἰθὴρ < αἴθω) + -ane (πρβλ. -άνιο)].
Dictionary of Greek. 2013.